- ευχαριστιέμαι
- ευχαριστιέμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
απονίναμαι — ἀπονίναμαι (Α) ευχαριστιέμαι με κάτι, απολαμβάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ονίναμαι «απολαμβάνω βοήθειας, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
επιτέρπομαι — (AM ἐπιτέρπομαι) [τέρπομαι] μσν. φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι αρχ. ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ευχαριστούμαι — ευχαριστούμαι, ευχαριστήθηκα, ευχαριστημένος βλ. πίν. 74 και πρβλ. ευχαριστιέμαι Σημειώσεις: ευχαριστούμαι, ευχαριστιέμαι : η μτχ. ευχαριστημένος κυρίως ως επίθετο (→ αυτός που δείχνει ευχαρίστηση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναγαλλιάζω — 1. αισθάνομαι υπερβολική ευχαρίστηση, ευφραίνομαι, ευχαριστιέμαι 2. προξενώ σε κάποιον ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν (α) * + αναγαλλιάζω. ΠΑΡ. αναγάλλιαση, αναγάλλιασμα, αναγαλλιασμός] … Dictionary of Greek
αναπνέω — (Α ἀναπνέω και επικ. ἀμπνείω και ἀμπνύω 1. εισπνέω και εκπνέω αέρα με τους πνεύμονες, ανασαίνω 2. εισπνέω ή εκπνέω χωριστά βρίσκομαι στη ζωή, ζω 4. ευχαριστιέμαι με την αναπνοή, αναζωογονούμαι 5. ελαφρώνω από βάρη ή στενοχώριες, ανακουφίζομαι,… … Dictionary of Greek
βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] … Dictionary of Greek
γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek
γηθέω — και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι) χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι αρχ. Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς 1. περιχαρής 2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς… … Dictionary of Greek
δαίω — (I) δαίω (Α) 1. 1. ανάβω, κάνω κάτι να καίει 2. καίω, κατακαίω 3. καυτηριάζω II. δαίομαι απλώνομαι με ταχύτητα φωτιάς, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαίω < *δaίFω < *δaFγω (με επένθεση) ή < *δayyω < *δaF yω (με αφομοίωση και απλοποίηση) από … Dictionary of Greek